- σκουτιγγέρα
- και σκουτιγκέρα, η, Νζωολ. γένος χειλόποδων μυριαπόδων τής τάξης σκουτιγκερόμορφα, που χαρακτηρίζονται από τα πολύ επιμήκη άκρα τους και απαντούν στα θερμά και εύκρατα κλίματα, όπου βρίσκουν καταφύγιο στα πιο υγρά σημεία τού σπιτιού, λ.χ. νεροχύτες ή νιπτήρες, και είναι μάλλον ωφέλιμα για τον άνθρωπο, διότι τρέφονται με διάφορα βλαβερά έντομα, κν. σαρανταποδαρούσα ή πολυποδαρούσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scutigera < νεολατ. scutigera < λατ. scutum «ασπίδα» + gero «φέρω, φορώ»].
Dictionary of Greek. 2013.